- χηλή
- η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χαλά Α1. η οπλή τών ιπποειδών2. το δισχιδές νύχι τών μηρυκαστικών ζώων, όπως λ.χ. τού βοδιού, τού προβάτου κ.ά.3. διχαλωτό εργαλείο ή εξάρτημα4. ραγάδα, σκάσιμο στη φτέρνα ή σε άλλο σημείο τού σώματος5. κυματοθραύστης, μώλος, προβλήτααρχ.1. το νύχι τού λύκου καθώς και διαφόρων αρπακτικών πτηνών2. το ψαλιδωτό νύχι τού κάβουρα3. οι ενωμένες άκρες τών βλεφάρων, όταν αυτά είναι κλειστά4. λοφώδης προεξοχή τής ξηράς στη θάλασσα5. στον πληθ. αἱ Χηλαίο αστερισμός τού Καρκίνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τα ρ. χαίνω και χάσκω* δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.